- ἀφύλλου
- ἄφυλλοςleaflessmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δροσερά — Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των δροσεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυή και ευδοκιμούν στις πολύ υγρές ή τελματώδεις περιοχές. Χαρακτηρίζονται από τα ειδικά φύλλα τους, που έχουν την ιδιότητα να προσελκύουν και να συλλαμβάνουν μικρά… … Dictionary of Greek
άδα — (ada). Ονομασία γένους μονοκότυλων φυτών της οικογένειας των ορχεϊδών, που περιλαμβάνει δύο μόνο είδη, ιθαγενή των Κολομβιανών Άνδεων. Είναι φυτά ποώδη, με μακρουλούς ψευτοβολβούς και άνθη που εμφανίζονται στην κορυφή ενός άφυλλου στελέχους. Από… … Dictionary of Greek
άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… … Dictionary of Greek
αντεναρία — (antennaria). Επιστημονική ονομασία γένους πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών των εύκρατων και των ψυχρών περιοχών της υδρογείου. Τα φύλλα τους βγαίνουν από τη βάση του βλαστού και όλο το φυτό καλύπτεται από πυκνό, λευκό … Dictionary of Greek